«Να πω σεισμός πως μας ξεσπίτωσε, δε φτάνει…
Μ’ αν όσοι σήκωσαν κεφάλι είναι πιασμένοι,
οι αίτιοι πού ’ναι; Μες στον όχλο η ανταρσία,
κι απάνω απ’ όλα, η ίδια η ύβρη για το Δία,
κάπου τη ρίζα τους αλλού θα ’χουν κρυμμένη…
Κρατάει κανένας Σας την άκρη απ’ το κουβάρι;»
Μ’ αν όσοι σήκωσαν κεφάλι είναι πιασμένοι,
οι αίτιοι πού ’ναι; Μες στον όχλο η ανταρσία,
κι απάνω απ’ όλα, η ίδια η ύβρη για το Δία,
κάπου τη ρίζα τους αλλού θα ’χουν κρυμμένη…
Κρατάει κανένας Σας την άκρη απ’ το κουβάρι;»
Είναι από τους πρώτους στίχους στην τραγωδία Ο Δαίδαλος στην Κρήτη τού Άγγελου Σικελιανού, αφιερωμένη «Του αδελφού Νίκου Καζαντζάκη», που δημοσιεύτηκε σε δυο συνέχειες μέσα στην Κατοχή, το 1943, στη «Νέα Εστία». Στα χέρια μου έχω το τομίδιο της ίδιας χρονιάς από την Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία.
Ποιος είναι ο Ταύρος; Αυτός ο χθόνιος, που του χορταίνουν την πείνα οι κούροι κι οι κόρες τής Αθήνας. Μην είναι ο Δίας, που έχει τόση δύναμη, ώστε μπορούσε «ναν τη μεράζει δίχως να ’φευγε από τον ίδιο»;
Πάλι μην είναι ο Μίνως, που με τον φόρο αίματος, γιατί πάντοτε έχει το δίκαιο - δικαιολογία, φέρει και τον νέο Νόμο και καταργεί τον παλιό, τον Νόμο τού Θεού; Ο Μίνως, Αυτός που πρέπει να παραμερίσουμε ζωντανοί και πεθαμένοι, για «να μπει στη Γη και μες στα Τάρταρα Κριτής».
Κι αν πάλι, κατά πώς λέει ο στίχος, αλλού είναι η αλήθεια; «Δεν είν’ ο Δίας ο μέγας Ταύρος, μήτε ο Μίνως! / Ο μέγας Ταύρος είν’ ο λαός!...». Τα λόγια που ψιθύρισε ο Δαίδαλος, πιστός τού Ορφέα, στ’ αυτί τού λαού, παίρνοντάς του το μαντίλι απού τα μάτια.
Ο Μίνως, ο βασιλιάς – ήλιος, ποιος άλλος; θα πει: «Ο κόσμος γέρασε, Σας λέω, / μα εγώ δε γέρασα». Θα πει αυτός που δεν υπήρξε ποτέ του νέος. Και
Πάλι μην είναι ο Μίνως, που με τον φόρο αίματος, γιατί πάντοτε έχει το δίκαιο - δικαιολογία, φέρει και τον νέο Νόμο και καταργεί τον παλιό, τον Νόμο τού Θεού; Ο Μίνως, Αυτός που πρέπει να παραμερίσουμε ζωντανοί και πεθαμένοι, για «να μπει στη Γη και μες στα Τάρταρα Κριτής».
Κι αν πάλι, κατά πώς λέει ο στίχος, αλλού είναι η αλήθεια; «Δεν είν’ ο Δίας ο μέγας Ταύρος, μήτε ο Μίνως! / Ο μέγας Ταύρος είν’ ο λαός!...». Τα λόγια που ψιθύρισε ο Δαίδαλος, πιστός τού Ορφέα, στ’ αυτί τού λαού, παίρνοντάς του το μαντίλι απού τα μάτια.
Ο Μίνως, ο βασιλιάς – ήλιος, ποιος άλλος; θα πει: «Ο κόσμος γέρασε, Σας λέω, / μα εγώ δε γέρασα». Θα πει αυτός που δεν υπήρξε ποτέ του νέος. Και
«Τον Ταύρο, το μέγα Ταύρο (…)
σα Θεός ενάντιος σε Θεό, να τον ξαπλώσω
στο νέο βωμό, θυσία στον ένα μόνο Νόμον,
αποφασίζω, ένας μονάχα να ’ναι ο Νόμος,
σα Θεός ενάντιος σε Θεό, να τον ξαπλώσω
στο νέο βωμό, θυσία στον ένα μόνο Νόμον,
αποφασίζω, ένας μονάχα να ’ναι ο Νόμος,
κ’ οι δρόμοι τού ήλιου εδώ κι ομπρός να κυβερνάνε!»
Κι Αυτός, ο βασιλιάς – Νόμος, θα φορέσει το ταυρίσιο προσωπείο, που παράγγειλε και του μαστόρεψε ο Δαίδαλος, και θα μπει βαθιά στον Λαβύρινθο να καρτερέσει να φονέψει τα νιάτα τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Γιατί ήδη ο χρόνος κύλησε και ο Ορφέας έχει γίνει ο Χριστός.
Όλα, συμφωνούμε, είναι ζήτημα ελευθερίας. «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς», γράφει ο Ιωάννης (η΄ 32) και κηρύττουμε επ’ εκκλησίαις. Όλοι συμφωνούμε, σιάζοντας στο ριζορρίνιο τη μάσκα – ματογυάλια.
Έτσι είναι, Άγγελε – Δαίδαλε, δάσκαλε ποιητή: Αυτός που φτιάχνει τα φτερά, φτιάχνει και τα προσωπεία. Αυτό μας λέει η Ιστορία, η ανάγνωση δηλαδή του πολιτισμού μας. Ύστερα έρχεται η Ποίηση.
Οι άλλοι κουτσογράφουμε. Πάει να πει: λίγο τ’ όφελος – μικρό το κακό.
Όλα, συμφωνούμε, είναι ζήτημα ελευθερίας. «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς», γράφει ο Ιωάννης (η΄ 32) και κηρύττουμε επ’ εκκλησίαις. Όλοι συμφωνούμε, σιάζοντας στο ριζορρίνιο τη μάσκα – ματογυάλια.
Έτσι είναι, Άγγελε – Δαίδαλε, δάσκαλε ποιητή: Αυτός που φτιάχνει τα φτερά, φτιάχνει και τα προσωπεία. Αυτό μας λέει η Ιστορία, η ανάγνωση δηλαδή του πολιτισμού μας. Ύστερα έρχεται η Ποίηση.
Οι άλλοι κουτσογράφουμε. Πάει να πει: λίγο τ’ όφελος – μικρό το κακό.
ΛΟΥΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Θα δημοσιεύονται μόνο τα επώνυμα σχόλια. Υβριστικά σχόλια δεν γίνονται αποδεκτά !!! Η γνώμη σας μετράει...