Λουκάς Δημητρίου Παπαδάκης
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ Β΄
Διαβάζοντας τον βίο και την πολιτεία τού Μανουήλ Κομνηνού, συνάντησα μια ασύγκριτη ως προς το ενδιαφέρον προσωπικότητα, τον εξάδελφό του και μετέπειτα αυτοκράτορα Ανδρόνικο Κομνηνό.
Τι να πρωτογράψει κανείς γι’ αυτόν. Μια ζωή στους έρωτες, στα σκάνδαλα, τους ηρωισμούς και τις συνωμοσίες. Είναι, διαβάζουμε στον Ντηλ, το πρότυπο του Βυζαντίου τού 12ου αιώνα με όλες τις αρετές και τα ελαττώματά του. Άνδρας τόσο ωραίος και αθλητικός, ώστε οι άλλοι δίπλα του φαίνονταν κτήνη, μορφωμένος, με φυσική ευγλωττία, έξυπνος, πνευματώδης και καυστικός στον λόγο του, συνάμα δε, καθώς ήταν και εξαιρετικός ηθοποιός, μπορούσε, όταν έσφιγγαν τα πράγματα, να είναι και γοητευτικότατος. Έτσι ο Μανουήλ, που του είχε αγάπη δυσεξήγητη, τού συγχώρησε είκοσι φορές τα χειρότερα ατοπήματα.
Μια ψυχή όλη βία και πάθος, χωρίς ηθικούς φραγμούς. Η φιλοδοξία του δεν είχε όρια. Για να γίνει αυτοκράτορας, όλα τα μέσα ήταν κατάλληλα, το σπαθί και το δηλητήριο, η δολοπλοκία και η βία, η επιορκία και η σκληρότητα.
Λέγεται ότι δεν υπήρξε γυναίκα που να του αντισταθεί. Ενόσω ήταν παντρεμένος, συνάπτει σχέσεις με την εξαδέλφη του Ευδοκία Κομνηνή, μάλλον επειδή ήταν αδελφή τής Θεοδώρας, επίσημης εκείνη την εποχή ερωμένης τού αυτοκράτορα Μανουήλ. Έλεγε ο Ανδρόνικος με σαρκασμό: «Εκείνος (ο αυτοκράτορας) αυτώνεται με την κόρη τού αδελφού του, εγώ απλώς με την κόρη τού εξαδέλφου μου».
Ο αυτοκράτορας τότε, για να δώσει τέλος στην ιστορία τούτη, τον στέλνει στον πόλεμο και εκείνος ηττάται και καλλιεργεί ύποπτες σχέσεις με τους εχθρούς τής πατρίδας του. Ο Μανουήλ τον φυλακίζει για εννιά χρόνια.
Δραπετεύει και φτάνει στους Ρώσους, όπου συνεχίζει τις δολοπλοκίες του. Ο Μανουήλ τον συγχωρεί, τον φέρνει πίσω στην Πόλη και του αναθέτει σημαντικά καθήκοντα στην Κιλικία. Αλλά και κει ο Ανδρόνικος εγκαταλείπει τη θέση του, για να πάει στην Αντιόχεια και να συνάψει σχέσεις με μιαν άλλη Αφροδίτη, τη Φιλίππα. Αυτή λοιπόν η Φιλίππα ήταν η αδελφή τής Μαρίας τής Αντιοχείας, ναι, της δεύτερης συζύγου τού Μανουήλ, της αυτοκράτειρας. Αλλά γρήγορα βαρέθηκε και αυτή ο Ανδρόνικος, για να φτάσει στην Ιερουσαλήμ, όπου κλέβεται με μια άλλη ανιψιά του, την Θεοδώρα Κομνηνή, σύζυγο του βασιλιά τής Ιερουσαλήμ, με την οποία έκανε δυο παιδιά και ήταν η γυναίκα που δεν σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει.
Μετά τον θάνατο του Μανουήλ, το 1180, αυτοκράτορας έγινε ο ανήλικος γιος του Αλέξιος και αντιβασίλισσα η μητέρα του Μαρία. Όμως πολύ γρήγορα ο λαός, καθοδηγούμενος από τον Κλήρο, θεώρησε ότι η Μαρία ευνοούσε τους Φράγκους, για τούτο επαναστάτησε και κάλεσε στη Βασιλεύουσα τον Ανδρόνικο. Εκείνος αμέσως φροντίζει να πεθάνει η πρωτότοκη κόρη τού Μανουήλ με τον άντρα της, να στραγγαλίσει τη Μαρία τής Αντιοχείας στο κελλί της, ύστερα από δίκη παρωδία, και να χριστεί συναυτοκράτορας. Ένα μήνα αργότερα, ύστερα από προτροπή του, η σύγκλητος αποφασίζει ότι δεν χρειάζονται δύο μονάρχες και καθαιρεί τον Αλέξιο. Λίγες μέρες αργότερα ο νεαρός τέως αυτοκράτορας στραγγαλίζεται και αυτός στο κελλί του.
Τα τρία χρόνια τής βασιλείας του χαρακτηρίζονται από τρομοκρατία και δυσπερίγραπτη σκληρότητα. Έλεγε ότι είχε χάσει την ημέρα του, αν δε είχε βάλει να εκτελέσουν ή να τυφλώσουν κάποιο μεγάλο άρχοντα. Στο τέλος του αναφέρεται το ποίημά μου
Διαβάζοντας τον βίο και την πολιτεία τού Μανουήλ Κομνηνού, συνάντησα μια ασύγκριτη ως προς το ενδιαφέρον προσωπικότητα, τον εξάδελφό του και μετέπειτα αυτοκράτορα Ανδρόνικο Κομνηνό.
Τι να πρωτογράψει κανείς γι’ αυτόν. Μια ζωή στους έρωτες, στα σκάνδαλα, τους ηρωισμούς και τις συνωμοσίες. Είναι, διαβάζουμε στον Ντηλ, το πρότυπο του Βυζαντίου τού 12ου αιώνα με όλες τις αρετές και τα ελαττώματά του. Άνδρας τόσο ωραίος και αθλητικός, ώστε οι άλλοι δίπλα του φαίνονταν κτήνη, μορφωμένος, με φυσική ευγλωττία, έξυπνος, πνευματώδης και καυστικός στον λόγο του, συνάμα δε, καθώς ήταν και εξαιρετικός ηθοποιός, μπορούσε, όταν έσφιγγαν τα πράγματα, να είναι και γοητευτικότατος. Έτσι ο Μανουήλ, που του είχε αγάπη δυσεξήγητη, τού συγχώρησε είκοσι φορές τα χειρότερα ατοπήματα.
Μια ψυχή όλη βία και πάθος, χωρίς ηθικούς φραγμούς. Η φιλοδοξία του δεν είχε όρια. Για να γίνει αυτοκράτορας, όλα τα μέσα ήταν κατάλληλα, το σπαθί και το δηλητήριο, η δολοπλοκία και η βία, η επιορκία και η σκληρότητα.
Λέγεται ότι δεν υπήρξε γυναίκα που να του αντισταθεί. Ενόσω ήταν παντρεμένος, συνάπτει σχέσεις με την εξαδέλφη του Ευδοκία Κομνηνή, μάλλον επειδή ήταν αδελφή τής Θεοδώρας, επίσημης εκείνη την εποχή ερωμένης τού αυτοκράτορα Μανουήλ. Έλεγε ο Ανδρόνικος με σαρκασμό: «Εκείνος (ο αυτοκράτορας) αυτώνεται με την κόρη τού αδελφού του, εγώ απλώς με την κόρη τού εξαδέλφου μου».
Ο αυτοκράτορας τότε, για να δώσει τέλος στην ιστορία τούτη, τον στέλνει στον πόλεμο και εκείνος ηττάται και καλλιεργεί ύποπτες σχέσεις με τους εχθρούς τής πατρίδας του. Ο Μανουήλ τον φυλακίζει για εννιά χρόνια.
Δραπετεύει και φτάνει στους Ρώσους, όπου συνεχίζει τις δολοπλοκίες του. Ο Μανουήλ τον συγχωρεί, τον φέρνει πίσω στην Πόλη και του αναθέτει σημαντικά καθήκοντα στην Κιλικία. Αλλά και κει ο Ανδρόνικος εγκαταλείπει τη θέση του, για να πάει στην Αντιόχεια και να συνάψει σχέσεις με μιαν άλλη Αφροδίτη, τη Φιλίππα. Αυτή λοιπόν η Φιλίππα ήταν η αδελφή τής Μαρίας τής Αντιοχείας, ναι, της δεύτερης συζύγου τού Μανουήλ, της αυτοκράτειρας. Αλλά γρήγορα βαρέθηκε και αυτή ο Ανδρόνικος, για να φτάσει στην Ιερουσαλήμ, όπου κλέβεται με μια άλλη ανιψιά του, την Θεοδώρα Κομνηνή, σύζυγο του βασιλιά τής Ιερουσαλήμ, με την οποία έκανε δυο παιδιά και ήταν η γυναίκα που δεν σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει.
Μετά τον θάνατο του Μανουήλ, το 1180, αυτοκράτορας έγινε ο ανήλικος γιος του Αλέξιος και αντιβασίλισσα η μητέρα του Μαρία. Όμως πολύ γρήγορα ο λαός, καθοδηγούμενος από τον Κλήρο, θεώρησε ότι η Μαρία ευνοούσε τους Φράγκους, για τούτο επαναστάτησε και κάλεσε στη Βασιλεύουσα τον Ανδρόνικο. Εκείνος αμέσως φροντίζει να πεθάνει η πρωτότοκη κόρη τού Μανουήλ με τον άντρα της, να στραγγαλίσει τη Μαρία τής Αντιοχείας στο κελλί της, ύστερα από δίκη παρωδία, και να χριστεί συναυτοκράτορας. Ένα μήνα αργότερα, ύστερα από προτροπή του, η σύγκλητος αποφασίζει ότι δεν χρειάζονται δύο μονάρχες και καθαιρεί τον Αλέξιο. Λίγες μέρες αργότερα ο νεαρός τέως αυτοκράτορας στραγγαλίζεται και αυτός στο κελλί του.
Τα τρία χρόνια τής βασιλείας του χαρακτηρίζονται από τρομοκρατία και δυσπερίγραπτη σκληρότητα. Έλεγε ότι είχε χάσει την ημέρα του, αν δε είχε βάλει να εκτελέσουν ή να τυφλώσουν κάποιο μεγάλο άρχοντα. Στο τέλος του αναφέρεται το ποίημά μου
ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Τον παρέδωσαν αλυσοδέσμιο πρώτα στις μαυροφόρες κι
Αδάκρυτες, κατόπιν στην οργή και τη χλεύη του όχλου.
Του έσπασαν τα δόντια, του ξερίζωσαν γένια και μαλλιά
Κι ύστερα, αφού του έκοψαν το δεξί χέρι απ’ τον καρπό,
Τον έριξαν σκυλί σ’ ένα κελλί χωρίς φαΐ, χωρίς νερό.
Τον πήραν από μέρες κι αφού του έβγαλαν τα μάτια,
Τον έντυσαν μ’ ένα κουρέλι και για ώρες πολλές τον
Πόμπεψαν, καβάλα σε ψωριάρα γκαμήλα, στους
Δρόμους μιας Πόλης μεθυσμένης στην αναβολή.
Άνθρωποι χυδαιολογούσαν ραβδίζοντάς τον κατακέφαλα,
Του μετρούσαν με σουβλιά τα πλευρά, τον πετροβολούσαν,
Μαγάρισαν τα ρουθούνια του με καβαλίνες,
Κάποιοι με σφουγγάρια τον άλειφαν τα κόπρανά τους,
Μια πόρνη περίχυσε την όψη του νερό που κόχλαζε.
Στον ιππόδρομο τον κρέμασαν ανάποδα, τον ξεγύμνωσαν,
Τον θώπευσαν αισχρά στα αχαμνά και τους γλουτούς, τον
βεβήλωσαν.
Κάποιος έχωσε στο λαρύγγι του βαθιά δίκην φαλλού μια λόγχη,
Άλλοι στο πετσί του γνώριζαν την κόψη τού σπαθιού την τρομερή.
Πέθανε παρακαλώντας να πεθάνει, μ’ ένα σπασμό,
Μη πια βρίσκοντας σταγόνα αίμα στη βασιλική του φλέβα.
Καιρό έμεινε το κουφάρι άταφο κάτω από ’να θόλο να μισερώνει.
Αδάκρυτες, κατόπιν στην οργή και τη χλεύη του όχλου.
Του έσπασαν τα δόντια, του ξερίζωσαν γένια και μαλλιά
Κι ύστερα, αφού του έκοψαν το δεξί χέρι απ’ τον καρπό,
Τον έριξαν σκυλί σ’ ένα κελλί χωρίς φαΐ, χωρίς νερό.
Τον πήραν από μέρες κι αφού του έβγαλαν τα μάτια,
Τον έντυσαν μ’ ένα κουρέλι και για ώρες πολλές τον
Πόμπεψαν, καβάλα σε ψωριάρα γκαμήλα, στους
Δρόμους μιας Πόλης μεθυσμένης στην αναβολή.
Άνθρωποι χυδαιολογούσαν ραβδίζοντάς τον κατακέφαλα,
Του μετρούσαν με σουβλιά τα πλευρά, τον πετροβολούσαν,
Μαγάρισαν τα ρουθούνια του με καβαλίνες,
Κάποιοι με σφουγγάρια τον άλειφαν τα κόπρανά τους,
Μια πόρνη περίχυσε την όψη του νερό που κόχλαζε.
Στον ιππόδρομο τον κρέμασαν ανάποδα, τον ξεγύμνωσαν,
Τον θώπευσαν αισχρά στα αχαμνά και τους γλουτούς, τον
βεβήλωσαν.
Κάποιος έχωσε στο λαρύγγι του βαθιά δίκην φαλλού μια λόγχη,
Άλλοι στο πετσί του γνώριζαν την κόψη τού σπαθιού την τρομερή.
Πέθανε παρακαλώντας να πεθάνει, μ’ ένα σπασμό,
Μη πια βρίσκοντας σταγόνα αίμα στη βασιλική του φλέβα.
Καιρό έμεινε το κουφάρι άταφο κάτω από ’να θόλο να μισερώνει.
Αυτό ήταν το τέλος τού κυρ Ανδρόνικου, του θεατρικού –
Τρία χρόνια πριν η Βασιλεύουσα τον υποδέχονταν σωτήρα.
Έζησε την κάθε μέρα του με έρωτες, παλικαριές και προδοσίες.
Πολλές γυναίκες χάλασε και περισσότερους άνδρες
Που τον είχαν αγαπήσει και τους είχε αγαπήσει.
Είπαν πως είχε το θάνατο ενός τυράννου. Δεν είναι ακριβές•
Έκαμε τη ζωή του πρόβα για τούτη την παράσταση. Αλλά
Όσοι γλύτωσαν από το κράτος του σε τίποτε δεν διδάχτηκαν
Τρία χρόνια πριν η Βασιλεύουσα τον υποδέχονταν σωτήρα.
Έζησε την κάθε μέρα του με έρωτες, παλικαριές και προδοσίες.
Πολλές γυναίκες χάλασε και περισσότερους άνδρες
Που τον είχαν αγαπήσει και τους είχε αγαπήσει.
Είπαν πως είχε το θάνατο ενός τυράννου. Δεν είναι ακριβές•
Έκαμε τη ζωή του πρόβα για τούτη την παράσταση. Αλλά
Όσοι γλύτωσαν από το κράτος του σε τίποτε δεν διδάχτηκαν
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Θα δημοσιεύονται μόνο τα επώνυμα σχόλια. Υβριστικά σχόλια δεν γίνονται αποδεκτά !!! Η γνώμη σας μετράει...